Μήπως Είχε Δίκιο; – Καμπάνια «200 Χρόνια Μαρξ»

Μαρξισμός στον 21ο Αιώνα

*Τα υλικά της καμπάνιας θα τα βρείτε στα Φεστιβάλ Αναιρέσεις σε όλη την Ελλάδα.

Έτος 2010. Λίγο μετά την «έναρξη» της καπιταλιστικής κρίσης με τα πρώτα αποτελέσματά της να έχουν γίνει ορατά στη «σφαίρα της πραγματικής οικονομίας», όπως τόνιζαν συχνά οι δημοσιογράφοι στις τηλεοράσεις και η Καθημερινή -μάλλον η πιο αναγνωρισμένη αστική εφημερίδα- στο κεντρικό της άρθρο για την ανάλυση της κρίσης κυκλοφορεί με τον τίτλο: «Αυξημένες οι μετοχές του Μαρξ στο χρηματιστήριο των ιδεών». 

Είναι αλήθεια πως για την ερμηνεία της καπιταλιστικής κρίσης σχεδόν το σύνολο του πολιτικού κόσμου, είτε αυτός εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης, είτε της εργατικής, απευθύνθηκε στο μαρξισμό. Είναι όμως ο μαρξισμός μόνο αυτό; Είναι δηλαδή μόνο ένα καλό ερμηνευτικό εργαλείο της πραγματικότητας; Προφανώς και όχι. Είναι κάτι πολύ παραπάνω που αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά του. Είναι η ερμηνεία του κόσμου με σκοπό την αλλαγή του, την ανατροπή δηλαδή του βάρβαρου καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό είναι που οι αστοί κονδυλοφόροι αποσιωπούν συστηματικά όταν αναφέρονται στον Μαρξ και τον μαρξισμό.

Σε αυτό ακριβώς το συστατικό στοιχείο του μαρξισμού μπορεί κανείς σήμερα, 200 χρόνια από τη γέννηση του Μαρξ, να ανακαλύψει την ουσιαστική σημασία του μαρξικού και μαρξιστικού έργου και την ανάγκη για την περαιτέρω μελέτη και εμβάθυνσή του.

Θα πρέπει όμως να παραδεχθεί κανείς πως σήμερα ο μαρξισμός, πέρα από την αλλοίωση που δέχεται από τους εχθρούς του, έχει δυσφημιστεί και από τους αυτοαποκαλούμενους μαρξιστές. Τόσο από τους μαρξιστές της εποχής μας, όσο και της εποχής του “υπαρκτού” σοσιαλισμού του 20ου αιώνα. Από το παράδειγμα του ΚΚ Κίνας που καταμεσής της καπιταλιστικής κρίσης δηλώνει υπερήφανα ότι η Κίνα αντέχει γιατί κατορθώνει να συνδυάσει τον μαρξισμό με τους νόμους της ελεύθερης αγοράς, μέχρι την ολοκληρωτική απονέκρωση του μαρξισμού στην πορεία της ΕΣΣΔ και της εργαλειακής αντιμετώπισής του ώστε να δικαιολογηθεί το ιδιότυπο εκμεταλλευτικό καθεστώτος που υπήρχε. 

Συνεπώς η προσπάθεια για μια σύγχρονη και επαναστατική προσέγγιση του μαρξισμού μόνο ως εύκολη δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί. Η διαρκής αναζήτηση και ανάδειξη του επαναστατικού πυρήνα του μαρξισμού και η δημιουργική του ανάπτυξη με τα σύγχρονα στοιχεία ανάλυσης του σημερινού ολοκληρωτικού καπιταλισμού, οφείλουν να αποτελέσουν τα συστατικά στοιχεία μια σύγχρονης επαναστατικής κομμουνιστικής προσπάθειας. 

Γιατί όμως ο μαρξισμός να αποτελεί τη βάση αυτής της προσπάθειας;

Διότι η βασική αντίθεση -και άρα διαπάλη- που χαρακτηρίζει τη σημερινή εποχή δεν είναι άλλη από την πάλη της εργατικής τάξης που παράγει τον πλούτο απέναντι στην αστική που τον καρπώνεται.

Γιατί επαναστατικός;

Διότι η ίδια η ιστορία της ανθρωπότητας μας απέδειξε πως δεν μπορεί να υπάρξει άλλος τρόπος υπέρβασης και μετασχηματισμού του υπάρχοντος εκμεταλλευτικού συστήματος. Οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης της κατάστασης «εκ των έσω», όπως έχει αποδειχτεί πολλάκις στη χώρα μας και διεθνώς, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και οπισθοχώρηση. 

Σε αυτή λοιπόν την προσπάθεια επιδιώκουμε ως ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση και νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση, να συμβάλουμε με επίγνωση των ανεπαρκειών μας, αλλά και με επαναστατική αιδιοδοξία για τους σεισμούς του μέλλοντός μας!

Μέσα από τη συγκεκριμένη μπροσούρα της Καμπάνιας “200 χρόνια Μαρξ” προσπαθούμε να αναλύσουμε κάποια βασικά μαρξιστικά εργαλεία τόσο στο επίπεδο της οικονομίας, όσο και στο επίπεδο της φιλοσοφίας, σε μια προσπάθεια να κατανοηθεί καλύτερα ο τρόπος που ο Μαρξ ερμήνευε τον κόσμο.

Αξίζει να Διαβάσετε: Μήπως Είχε Δίκιο; Ο Μαρξ για την Επιστήμη, την Ιστορία, την Οικολογία και το «Γυναικείο Ζήτημα» – Καμπάνια «200 Χρόνια Μαρξ» – Αναιρέσεις: The Project (anaireseis.gr)

 

10+1 πράγματα που μας μαθαίνει το Κεφάλαιο

 

1.  Το Εμπόρευμα

Καθώς ο  καπιταλισμός ορίζεται ως το σύστημα της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής, προκύπτει ότι το εμπόρευμα είναι το οικονομικό κύτταρο του που χωρίς αυτό η ύπαρξη του καπιταλισμού δεν υφίσταται. Το εμπόρευμα είναι πριν απ’ όλα ένα «πράγμα» υλικό ή άυλο  που με τις ιδιότητές του ικανοποιεί οποιουδήποτε είδους ανθρώπινες ανάγκες. Επομένως ένα αγαθό, ορίζεται ως εμπόρευμα όταν παράγεται μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, άρα μέσα από συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις και πρέπει να πληροί τους εξής όρους:  Να μπορεί να ικανοποιεί μια οποιαδήποτε ανθρώπινη ανάγκη και να είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης εργασίας.

Οι δύο βασικές του ιδιότητες είναι η αξία χρήσης και η ανταλλακτική αξία.

Η ωφελιμότητα ενός πράγματος το κάνει αξία χρήσης. Η ωφελιμότητα όμως αυτή δεν κρέμεται στον αέρα. Καθορίζεται από τις ιδιότητες του εμπορεύματος και δεν υπάρχει χωρίς αυτό. Χάρη στις φυσικές, χημικές κλπ. ιδιότητές του το εμπόρευμα μπορεί να ικανοποιεί τη μια ή την άλλη ανάγκη των ανθρώπων. Η αξία χρήσης υπάρχει σε όλες τις μορφές κοινωνίας , αλλά στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία είναι και ο φορέας της ανταλλακτικής αξίας με βάση την οποία ανταλλάσσονται τα εμπορεύματα. Σε διάκριση από την αξία χρήσης, η ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος δεν είναι φυσικοχημική ιδιότητα του αγαθού, αλλά είναι μια καθαρά κοινωνική, οικονομική ιδιότητα του εμπορεύματος. Στην ανταλλαγή όμως αυτό που έχει σημασία και μετράει είναι μόνο η ανταλλακτική αξία.  Έτσι η ανταλλακτική αξία αναιρεί την αξία χρήσης και το αντίστροφο, αν και οι δύο είναι ιδιότητες του εμπορεύματος, χρειάζονται και οι δύο για να λειτουργήσει η σφαίρα της κυκλοφορίας και ανταλλαγής εμπορευμάτων.

Σαν αξίες χρήσης όλα τα εμπορεύματα είναι διαφορετικά, ενώ σαν (ανταλλακτικές) αξίες είναι εντελώς ομοιογενή, πράγμα που επιτρέπει στα εμπορεύματα να εξισώνονται το ένα με το άλλο στην πορεία της ανταλλαγής.

2. Το Χρήμα

Ένα καθορισμένο εμπόρευμα πρέπει ν’ αναλάβει το ρόλο του καθολικού ισοδύναμου. Αυτό το ιδιαίτερο εμπόρευμα, η φυσική μορφή του οποίου συνταυτίζεται με τη μορφή του καθολικού ισοδύναμου είναι το χρήμα. Το χρήμα πέρα από το να αποτελεί μέτρο της αξίας όλων των εμπορευμάτων, χρησιμεύει σαν μέσο κυκλοφορίας, μέσο συσσώρευσης και μέσο πληρωμής. Το χρήμα όμως τελικά είναι αναγκαίο μέσο διαμεσολάβησης για την ανταλλαγή, καθώς είναι το μέσο εμφάνισης της αξίας. Και τελικά δεν αποτελεί απλά μέσο για την ανταλλαγή, αλλά “αυτοσκοπό”, αφού στον κόσμο των εμπορευμάτων όπου ο νόμος της αξίας καθορίζει τα πάντα, το χρήμα γίνεται μέσο εξουσίας.

Η κοινωνική δύναμη του χρήματος 

«Αυτό που υπάρχει για μένα και μέσα από το σύνδεσμο του χρήματος, αυτό που μπορεί να πληρώσει το χρήμα, αυτό ακριβώς είμαι εγώ, ο κάτοχος του χρήματος. Οι ιδιότητες του χρήματος είναι δικές μου, εμένα του κατόχου, ιδιότητες και ουσιαστικές δυνάμεις. Έτσι, αυτό που είμαι και αυτό που μπορώ να κάνω, σε καμία περίπτωση δεν καθορίζεται από την ατομικότητά μου. Είμαι άσχημος, αλλά μπορώ ν’ αγοράσω την πιο όμορφη γυναίκα. Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαι άσχημος, γιατί το αποτέλεσμα της ασχήμιας, η απωθητική της δύναμη, εξουδετερώνεται από το χρήμα. Είμαι κουτσός, αλλά το χρήμα μού προμηθεύει 24 ποδάρια, κατά συνέπεια δεν είμαι κουτσός. Είμαι κακός, ανυπόληπτος, ασυνείδητος και κουτός άνθρωπος. Το χρήμα όμως, είναι ευυπόληπτο και το ίδιο και ο κάτοχός του… Είμαι άμυαλος, αν όμως το χρήμα είναι ο πραγματικός νους όλων των πραγμάτων, πως είναι δυνατό ο κάτοχός του να είναι άμυαλος; Κάτι περισσότερο, ο κάτοχος του χρήματος μπορεί να εξαγοράσει έξυπνους ανθρώπους για λογαριασμό του. Συνεπώς έχει εξουσία πάνω σε έξυπνους ανθρώπους, εξυπνότερους απ’ αυτόν. Με το χρήμα μπορώ να έχω το καθετί που επιθυμεί η ανθρώπινη καρδιά. Δεν είμαι έτσι κάτοχος όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων; Δεν αντιστρέφει λοιπόν το χρήμα όλες μου τις ανικανότητες σε ικανότητες;».

«Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα» (Κ.Μαρξ 1844)

Το χρήμα, συμπέρανε ο Μαρξ, είναι η αλλοτριωμένη ικανότητα του ανθρώπινου γένους!

3. Αλλοτριωμένη Εργασία – Φετιχισμός του Εμπορεύματος

Στο σύγχρονο κόσμο η παραγωγή εμπορευμάτων εμφανίζεται ως τελικός σκοπός του ανθρώπου και ο πλούτος, το χρήμα, ως τελικός σκοπός της παραγωγής. Έτσι το εμπόρευμα και το χρήμα επιβεβαιώνονται ως αυθύπαρκτες δυνάμεις και αξίες μέσω του ανθρώπου.

Η μετατροπή σε εμπόρευμα των υλικών ή άυλων αγαθών που δημιουργεί ο άνθρωπος με την εργασία του χωρίζει τον άνθρωπο από τον καρπό της δραστηριότητάς του και καταλήγει αντί ο ανθρωπος να καρπώνεται το προϊόν της εργασίας του, το προϊόν να κυριαρχεί πάνω στον άνθρωπο μετατρέποντας την εργασία – δημιουργία σε αλλοτριωμένη εργασία. Έτσι ο άνθρωπος αποξενώνεται από την εργασία του, που δεν μπορεί να εκφραστεί ως ελεύθερη συνειδητή δραστηριότητα, ως ένας αυτοσκοπός δημιουργίας, αλλά καταλήγει να γίνεται μέσο εκμετάλλευσης πάνω στον ανθρώπο, ένας καταναγκασμός για την επιβίωση, που η μορφή και η δημιουργικότητα της εργασίας καθορίζονται από τον εργοδότη.

Το εμπόρευμα εξουσιάζει τον άνθρωπο και όλες οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων εμφανίζονται με τη μορφή σχέσεων ανάμεσα σε εμπορεύματα, ανάμεσα σε πράγματα, δηλαδή με τη μορφή δυνάμεων όχι ανθρώπινων αλλά φυσικών και υπερφυσικών, δυνάμεων τυφλής αναγκαιότητας. Τα πράγματα εμφανίζονται έτσι ως αυθύπαρκτες υπάρξεις, καθώς τους αποδίδονται χαρακτηριστικά που δεν έχουν. Η εμπορευματική μορφή του αντικειμένου αντανακλά στους ανθρώπους κοινωνικά χαρακτηριστικά της δουλειάς τους, σαν χαρακτηριστικά των προϊόντων και τελικά η κοινωνική σχέση του παραγωγού με την εργασία εμφανίζεται σαν μια σχέση των αντικειμένων έξω από τους παραγωγούς. Με αυτόν τον τρόπο συγκαλύπτεται ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων.

Ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» ονομάζει αυτό το φαινόμενο φετιχισμό του εμπορεύματος.

4. Γιατί στον Καπιταλισμό Υπάρχει Ανεργία;

Στον καπιταλισμό η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (δηλαδή της αναλογίας μεταξύ σταθερού κεφαλαίου – μηχανών και μεταβλητού κεφαλαίου – ανθρώπων) μειώνει τη ζήτηση εργατικών χεριών. Ταυτόχρονα ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, αυξάνει την αριθμητική δύναμη των εργαζομένων.

Αυτή η κατάσταση αντικειμενικά οδηγεί στη διαμόρφωση ενός υπερπληθυσμού εργαζομένων (άνεργοι), οι οποίο είτε με σχετικό είτε με απόλυτο τρόπο βρίσκονται εκτός της διαδικασίας παραγωγής.

Ξεχωρίζουν οι εξής μορφές υπερπληθυσμού:

Α. Ρευστός υπερπληθυσμός (ρευστή μορφή ανεργίας) που αποτελείται από τους εργάτες που χάνουν τη δουλειά τους, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, επειδή περιορίζεται η παραγωγή, εισάγονται νέες μηχανές, κλείνουν επιχειρήσεις. Οφείλεται στην ανισόμετρη ανάπτυξη διαφόρων κλάδων ή σε κρίσεις υπερσυσσώρευσης.

Β. Λανθάνων υπερπληθυσμός (υποαπασχόληση) που αποτελείται από εργαζόμενους μικροπαραγωγούς (πχ αγρότες),που μεταπηδούν ταυτόχρονα σε άλλους κλάδους για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους.

Γ. Στάσιμος υπερπληθυσμός (σταθερή ανεργία)  που αποτελείται από τις πολυάριθμες ομάδες ανθρώπων, που έχασαν τη μόνιμη δουλειά τους, βρίσκουν απασχόληση εξαιρετικά δύσκολα και πληρώνονται σημαντικά χαμηλότερα από το συνηθισμένο επίπεδο του μισθού εργασίας. Είναι το πλατύ στρώμα των εργαζομένων που απασχολούνται στη σφαίρα της καπιταλιστικής δουλειάς, στο σπίτι, καθώς και εκείνων που αποζούν από ευκαιριακά μεροκάματα.

Η τελευταία κατηγορία μαζικοποιείται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια στο έδαφος της δομικής καπιταλιστικής κρίσης. Από το 2013 και μέχρι σήμερα οι μακροχρόνια άνεργοι αποτελούν πάνω από το 70% των ανέργων! (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ 2018).

5. Τι Είναι Εργατική Δύναμη;

Εργατική δύναμη είναι το σύνολο των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που ενυπάρχουν στο σώμα, στη ζωντανή προσωπικότητα ενός ανθρώπου και που τις βάζει σε κίνηση κάθε φορά που παράγει οποιουδήποτε είδους αξίες χρήσης. 

Στον καπιταλισμό η εργατική δύναμη αποκτά για τον εργάτη την μορφή εμπορεύματος, την οποία θέτει στη διάθεση του καπιταλιστή για ένα χρονικό διάστημα (μεροκάματο), ή για την επίτευξη μιας συγκεκριμένης εργασίας (αμοιβή με το κομμάτι) έναντι μίας ορισμένης αμοιβής. Η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται από τον χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την αναπαραγωγή και συντήρηση της. Άρα συνίσταται στην αξία των μέσων συντήρησης (τροφή, νερό, ιματισμός) και αναπαραγωγής (οικογένεια, εκπαίδευση) που είναι αναγκαία για την διατήρηση της εργατικής δύναμης σε κανονική ποιότητα, κάτω από τις ιδιαίτερες ιστορικές, φυσικές και κλιματικές συνθήκες της ύπαρξης του κατόχου της.

6. Τι Είναι η Υπεραξία;

Η υπεραξία είναι το προϊόν της υπερεργασίας ενός εργαζομένου, για την οποία στην ουσία δεν πληρώνεται και την ιδιοποιείται σαν κέρδος ο καπιταλιστής.

Πως γίνεται αυτό;

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα με το εμπόρευμα (Α) και υποθέσουμε ότι:

  • Η εργάσιμη μέρα είναι ένα 8ωρο.
  • Το 8ωρο διαιρείται σε δύο ίσα μέρη:
    • Σε αναγκαίο χρόνο εργασίας – έστω 2 ώρες, όπου ο εργάτης παράγει αξία ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης και θα την πληρωθεί.
    • Σε πρόσθετο χρόνο εργασίας (υπερεργασία), – τις υπόλοιπες 6 ώρες, όπου ο εργάτης δουλεύει δωρεάν στον καπιταλιστή και την αξία που παράγει μέσα από την εργασία του θα την καρπωθεί ο καπιταλιστής.

Βεβαίως, η αναλογία ανάμεσα στον αναγκαίο χρόνο εργασίας και στον πρόσθετο μπορεί να αλλάζουν, αλλά αυτός ο διαχωρισμός θα υπάρχει πάντα στον καπιταλισμό.

Στη διάρκεια της εργάσιμης μέρας των 8 ωρών ο εργάτης παράγει εμπορεύματα. Σ’ αυτά εμπεριέχεται μέρος της αξίας του σταθερού κεφαλαίου που μεταβιβάζεται με την εργασία στα νέα εμπορεύματα και η αξία της εργατικής δύναμης. Η αξία των εμπορευμάτων που παράγονται στο 8ωρο είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα της αξίας του σταθερού κεφαλαίου που μεταβιβάστηκε σ’ αυτά και της αξίας της εργατικής δύναμης. Γιατί αν ήταν ίση, τότε ο καπιταλιστής θα πουλούσε τα εμπορεύματα αλλά δε θα αποκόμιζε κέρδος. Θα έπαιρνε πίσω μόνο το σύνολο του κεφαλαίου που είχε δαπανήσει για την παραγωγή τους. 

Έτσι στο παράδειγμά μας, μέσα σε 8 ώρες εργασίας ας υποθέσουμε ότι παράγονται εμπορεύματα αξίας 100 ευρώ. Η αξία του σταθερού κεφαλαίου, (πρώτες ύλες, απόσβεση μηχανών, κτιρίων κλπ.), είναι 68 ευρώ και η αξία της εργατικής δύναμης είναι 8 ευρώ. Ο καπιταλιστής δαπάνησε κεφάλαιο 68+8=76 ευρώ, αλλά η αξία των νέων εμπορευμάτων είναι 100 ευρώ. Επομένως, στη διάρκεια των συνολικών 8 ωρών έχουμε παραγωγή παραπάνω αξίας 24 ευρώ. Αυτή η νέα αξία είναι η υπεραξία. Έτσι στις πρώτες 2 ώρες, (αναγκαίος χρόνος εργασίας), ο εργάτης παρήγαγε αξία ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης, (η αξία του σταθερού κεφαλαίου προϋπάρχει στα κτίρια, τα μηχανήματα, τις πρώτες ύλες και απλά μεταβιβάζεται στα παραγόμενα εμπορεύματα), ενώ τις επόμενες 6 ώρες, (πρόσθετος χρόνος εργασίας) παρήγαγε νέα αξία 24 ευρώ, την υπεραξία, που καρπώνεται ο καπιταλιστής.

Η υπεραξία των 24 ευρώ δημιουργείται από την απλήρωτη πρόσθετη εργασία του εργάτη που παράγει το προϊόν (Α).

7. Τι Είναι Κέρδος;

Κέρδος δεν είναι σίγουρα το οικονομικό όφελος του κεφαλαιοκράτη λόγω του «ρίσκου που παίρνει επενδύοντας κεφάλαια στη παραγωγή». Η διαδικασία αύξησης του κέρδους είναι επί της ουσίας η διαδικασία αύξησης της αξίας των εμπορευμάτων. Από τη στιγμή που η εργασία είναι ο μόνος παράγοντας που δημιουργεί την νέα αξία ενός εμπορεύματος, η ιδιοποίηση μέρους της αξίας από την εργασία μετατρέπεται σε κέρδος.

Είναι όμως αυτό ξεκάθαρο στη διαδικασία παραγωγής; Ας εξετάσουμε το παρακάτω παράδειγμα.

Η αξία του εμπορεύματος που παράγεται στην καπιταλιστική επιχείρηση μοιράζεται σε τρία μέρη:

  1. Την αξία του σταθερού κεφαλαίου (μέσα παραγωγής).
  2. Την αξία του μεταβλητού κεφαλαίου (μισθοί).
  3. Την υπεραξία.

Το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του.

Ο καπιταλιστής όμως δεν ξοδεύει δική του εργασία για την παραγωγή του εμπορεύματος, αλλά, το κεφάλαιό του.

Τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής του εμπορεύματος αποτελούνται από τις δαπάνες σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, δηλαδή από τα έξοδα για τα μέσα παραγωγής και το μισθό των εργατών.

Το πόσο κοστίζει το εμπόρευμα στον καπιταλιστή μετριέται με τη δαπάνη κεφαλαίου, το πόσο κοστίζει το εμπόρευμα στην κοινωνία μετριέται με την αξία του εμπορεύματος.

Στην αξία του εμπορεύματος δεν υπάρχει η υπεραξία σαν “μέρος” που αντιστοιχεί στον κεφαλαιοκράτη. Η υπεραξία εμφανίζεται μόνο ως μέρος της αξίας που δημιουργεί ο εργάτης μέσα από την εργασία του και αντί να την πληρωθεί την σφετερίζεται ο καπιταλιστής και την πραγματώνει όταν πουλάει το εμπόρευμα.

Γι’ αυτό τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής του εμπορεύματος είναι μικρότερα από την αξία του. Αντιπροσωπεύουν μόνον ένα μέρος της αξίας του εμπορεύματος, το μέρος αυτό που πληρώνεται στον εργαζόμενο και το κόστος σταθερού κεφαλαίου και πρώτων υλών. Το άλλο μέρος της αξίας που δημιουργεί ο εργαζόμενος μέσα από την παραγωγή εμπορευμάτων, αλλά δεν το πληρώνεται είναι η υπεραξία την οποία παίρνει ο καπιταλιστής δωρεάν.

Όπως είδαμε ήδη, πηγή της αξίας και της υπεραξίας είναι μόνον το μεταβλητό κεφάλαιο. Επειδή, όμως, στα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής δε φαίνεται η διαφορά ανάμεσα στο σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, η υπεραξία φαίνεται με αλλοιωμένη μορφή, σαν δημιούργημα όλου του επενδυμένου κεφαλαίου.

Με το να παρουσιάζεται το κέρδος σαν την υπεραξία που είναι δημιούργημα όχι αποκλειστικά του εργάτη αλλά, δήθεν, όλου του επενδυμένου κεφαλαίου, μυστικοποιείται η πραγματική πηγή προέλευσης του, συγκαλύπτεται η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο. Στην πραγματικότητα, το νεογνό που λέγεται υπεραξία γεννιέται στη σφαίρα της παραγωγής ως ώριμο τέκνο της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο. Είναι το μέρος της απλήρωτης από τον εργοδότη, δουλειάς του εργάτη.

8. Μορφές Αύξησης Υπεραξίας

Η υπεραξία που παράγεται με την παράταση της εργάσιμης μέρας, επομένως και με την αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, ονομάζεται απόλυτη υπεραξία. Αυτό γινόταν στις αρχές του καπιταλισμού. Σύγχρονη μορφή του είναι οι υπερωρίες.

Η υπεραξία που προέρχεται από την ελάττωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας, με σταθερό τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, και άρα την αντίστοιχη αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας ονομάζεται σχετική υπεραξία. Σε διαφορά με την προηγούμενη μορφή που σχετίζεται με τις απόλυτες μεταβολές του χρόνου εργασίας, η σχετική υπεραξία προέρχεται από τις σχετικές μεταβολές τους.

Η βασική μέθοδος αύξησης της σχετικής υπεραξίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Γιατί η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σημαίνει παραγωγή περισσότερων εμπορευμάτων κάθε στιγμή εργασίας. Έτσι, αν δεν αλλάξουν οι συνολικές ώρες εργασίας, ο αναγκαίος χρόνος εργασίας μειώνεται ως προς τον πρόσθετο.

9. Η Συνεργασία ως Μέσο Ενίσχυσης της Υπεραξίας

Συνεργασία: Η μορφή της εργασίας στην οποία πολλά πρόσωπα εργάζονται μεθοδικά το ένα δίπλα στο άλλο μέσα στην ίδια παραγωγική διαδικασία ή μέσα σε διάφορες συναφείς διαδικασίες, ονομάζεται συν-εργασία. Η συνεργασία από τον τρόπο που δομείται δημιουργεί εξ αρχής μια πολύ μαζική παραγωγική δύναμη η οποία με τη σειρά της συνδέεται άμεσα με την πραγμάτωση της σχετικής υπεραξίας από το Κεφάλαιο. Παρατηρούμε βέβαια μέσα από όλα αυτά ότι η διοικητική εξουσία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία δεν ήταν παρά ένα τυπικό αποτέλεσμα της σχέσης μεταξύ του Κεφαλαιοκράτη και του εργαζομένου. Τώρα πλέον είναι αναγκαία προϋπόθεση της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας. 

Ο κεφαλαιοκράτης πλέον αγοράζει πχ 100 εργασιακές δυνάμεις-άτομα και σε αντάλλαγμα λαμβάνει μια συνδυασμένη εργασιακή δύναμη των 100. Δεν πληρώνει για τη συνδυασμένη εργασιακή δύναμη. Η συνεργασία των εργαζομένων ενώ μπορεί να λειτουργήσει με απελευθερωτικές δυνατότητες, αυξάνοντας την παραγωγικότητα της εργασίας και μειώνοντας τον αναγκαίο χρόνο εργασίας, στα πλαίσια του καπιταλισμού χρησιμοποιείται για να βαθαίνει η εκμετάλλευση και η καταπίεση των εργαζομένων.

10. Ποσοστό Κέρδους

K’ = (U / (σ+μ)) * 100%

Η παραπάνω ρήση του Μαρξ, υποδεικνύει με το πιο παραστατικό τρόπο ποια είναι η σχέση του κεφαλαιοκράτη με το κέρδος. Για το κεφάλαιο δεν είναι αρκετό να υπάρχει κέρδος, αλλά κέρδος το όποιο συνεχώς θα αυξάνεται. Δείκτης της αποδοτικότητας λοιπόν του κεφαλαίου είναι το ποσοστό κέρδους.

Όπου: το Κ΄ είναι το ποσοστό του κέρδους, το σ είναι το σταθερό κεφάλαιο, το μ είναι το μεταβλητό κεφάλαιο και U η υπεραξία. Η σχέση φαίνεται ως μια τυπική μαθηματική σχέση. Στην ουσία όμως είναι η πάλη των τάξεων μαθηματικοποιημένη.

Το καπιταλιστικό κέρδος είναι το κίνητρο και «το ζωογόνο πυρ της παραγωγής», γιατί «το ποσοστό του κέρδους είναι η κινητήρια δύναμη στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή και παράγεται σε αυτήν μόνο εκείνο που μπορεί να παραχθεί με κέρδος και εφόσον μπορεί να παράγεται με κέρδος». Το ποσοστό του κέρδους εξαρτιέται πρώτα απ’ όλα από το ποσοστό της υπεραξίας. Όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό της υπεραξίας, τόσο υψηλότερο είναι το ποσοστό του κέρδους, όταν οι άλλοι όροι μένουν ίδιοι. Όλοι οι παράγοντες που αυξάνουν το ποσοστό της υπεραξίας, δηλαδή που ανεβάζουν το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο (παράταση της εργάσιμης μέρας, η αύξηση της εντατικότητας και της παραγωγικότητας της εργασίας κλπ.), ανεβάζουν και το ποσοστό του κέρδους. Το ποσοστό του κέρδους εξαρτιέται και από την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (δηλαδή το κλάσμα σ/μ). Όσο πιο χαμηλή είναι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό του κέρδους, όταν το ποσοστό της υπεραξίας είναι το ίδιο, γιατί αυτό σημαίνει ότι το μεταβλητό κεφάλαιο είναι περισσότερο ως προς την συνολική επένδυση και άρα αποσπάται περισσότερη υπεραξία ως προς αυτήν. Και αντίστροφα. Στο ποσοστό του κέρδους επιδρά επίσης και η ταχύτητα κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Όσο ταχύτερη είναι η κυκλοφορία του κεφαλαίου, τόσο υψηλότερο είναι το ετήσιο ποσοστό του κέρδους, που εκφράζει τη σχέση της παραγμένης μέσα σε ένα χρόνο υπεραξίας προς όλο το προκαταβεβλημένο κεφάλαιο. Και αντίστροφα, η επιβράδυνση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου επιφέρει πτώση του ετήσιου ποσοστού του κέρδους.

11. Ρόλος της Αυτοματοποίησης στη Διαδικασία Παραγωγής

Βιοτεχνία: Κλασσική μορφή συνεργασίας που στηρίζεται άμεσα στον καταμερισμό εργασίας και κυριαρχεί περίπου από το 1550 έως το 1750. Στηρίζεται εξολοκλήρου πάνω στην εξειδίκευση της εργασίας σε επιμέρους μικρότερες διαδικασίες. 

Βασικό γνώρισμα της βιοτεχνίας είναι ότι η μια ομάδα εργατών παρέχει στην άλλη ομάδα τις πρώτες ύλες της. Επομένως σε αυτό το σημείο δημιουργούνται μια σειρά από αλλαγές στον καταμερισμό της παραγωγής με βασικό χαρακτηριστικό την εντατικοποίηση προκειμένου να είναι κερδοφόρα. Όπως και στην απλή συνεργασία, έτσι και στη βιοτεχνία, ο δρών οργανισμός της εργασίας είναι μια μορφή ύπαρξης του κεφαλαίου. Όμως ενώ η απλή συνεργασία δεν μεταβάλλει γενικά τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει κάθε άτομο, η βιοτεχνία τον επαναστατικοποιεί και σακατεύει τον εργάτη. Μη μπορώντας να παράγει κάτι αυτοτελώς, ο εργαζόμενος καταντάει ένα απλό γρανάζι μέσα στο κεφαλαιοκρατικό εργοτάξιο. 

Μηχανές και σύγχρονη Βιομηχανία: Στη βιοτεχνία, κάθε επιμέρους διαδικασία έπρεπε να προσαρμοστεί στον εργαζόμενο. Αυτό δεν είναι πια αναγκαίο στη σύγχρονη βιομηχανία : η εργασιακή διαδικασία μπορεί να αναλυθεί αντικειμενικά στα συστατικά μέρη της και αυτό το αναλαμβάνει να το κάνει η επιστήμη των συστημάτων παραγωγής ώστε να το αναλάβουν μετά οι μηχανές. Η ποσοτική σχέση ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες εργατών, γίνεται σχέση μεταξύ διαφορετικών ομάδων μηχανών. 

Μηχανές και Εργαλεία: Οι παραγωγικές δυνάμεις που απορρέουν από τη συνεργασία, οι φυσικές δυνάμεις (ατμός, νερό κλπ.) και οι επιστημονικές ανακαλύψεις δεν κοστίζουν τίποτα στο Κεφάλαιο. Όμως αυτές οι δυνάμεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο αν υπάρχει ο κατάλληλος πολυδάπανος εξοπλισμός. Οι εργαλειομηχανές όμως κοστίζουν πολύ περισσότερο από τα παλιά εργαλεία. Όμως αυτές οι μηχανές έχουν πολύ μεγαλύτερο χρόνο ζωής και πεδίο παραγωγικής δράσης από τα εργαλεία. Έτσι οι μηχανές λειτουργούν σχεδόν δωρεάν σε σχέση με τα εργαλεία. 

Πτώση της αξίας της εργασιακής δύναμης: Εφόσον οι μηχανές εμπεριέχουν την κινητήρια δύναμή τους η αξία της μυϊκής δύναμης πέφτει και έτσι αρχίζουν σταδιακά και εργάζονται γυναίκες και παιδιά ρίχνοντας την αξία της ανθρώπινης εργασιακής δύναμης. Προκειμένου πχ να ζήσει μια τετραμελής οικογένεια πρέπει 4 εργασιακές δυνάμεις αντί της μίας όχι μόνο να εργάζονται αλλά να υπερεργάζονται για χάρη του Κεφαλαίου. 

Βασική αντίφαση του κεφαλαίου και των μηχανών: 

Για μια ορισμένη μάζα Κεφαλαίου οι μηχανές 

  • Μεγεθύνουν το ποσοστό της υπεραξίας (αύξηση παραγωγικότητας)
  • Μειώνουν τον αριθμό των εργατών (που παράγουν υπεραξία) 

Η συγκεκριμένη αντίφαση προωθεί όλο και περισσότερο την παράταση της εργάσιμης ημέρας δηλαδή : οι λιγότεροι εργάτες που απαιτούνται λόγω των μηχανών, δουλεύουν περισσότερες ώρες σαν να ήταν περισσότεροι εργάτες. 

Η σύγχρονη βιομηχανία είναι επαναστατική απέναντι σε όλες τις παλαιότερες μορφές εργασίας. Διαιωνίζει τον αποστειρωμένο καταμερισμό της εργασίας και σακατεύει τον εργάτη. «Από την άλλη μεριά το ότι τροποποιεί αναγκαστικά της δραστηριότητες και τη ζωή του ίδιου του εργάτη, βρίσκεται τόσο η άκρατη επιθετικότητα της σύγχρονης βιομηχανίας, όσο και η δυνατότητες για κοινωνική επανάσταση»  (Το κεφάλαιο, τ.1 κεφ 4ο).

 

«Οι φιλόσοφοι εξηγούν μόνο με διάφορους τρόπους τον κόσμο,
αλλά το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε» Κ.Μαρξ

 

Με τα πιο πάνω λόγια, ο Κ. Μαρξ δίνει απάντηση στα ερωτήματα που είχε θέσει η πρωτοπόρα σκέψη της ανθρωπότητας, συνεχίζοντας την διδασκαλία του η οποία γεννήθηκε ως άμεση συνέχιση της διδασκαλίας των μεγάλων εκπροσώπων της φιλοσοφίας, της πολιτικής οικονομίας και του σοσιαλισμού. Συστατικό μέρος της κοσμοθεωρίας του Μαρξισμού, είναι η φιλοσοφία η οποία ορίζεται ως η επιστήμη που διερευνά την γενικότερη θεώρηση του κόσμου, την θέση του ανθρώπου σ’ αυτόν αλλά και τη σχέση του με αυτόν καθώς και τους νόμους που διέπουν την ανάπτυξη της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας και της γνώσης.

Το Βασικό Ζήτημα της Φιλοσοφίας

Στην ιστορική της πορεία η φιλοσοφία γνώρισε δυο βασικές κατευθύνσεις ανάπτυξης – τον υλισμό και τον ιδεαλισμό – και δυο τρόπους ερμηνείας και κατανόησης του κόσμου – τη μεταφυσική και τη διαλεκτική. Ο Έγκελς το διατύπωσε ως εξής: «Το μεγάλο βασικό ζήτημα όλων των φιλοσοφιών ιδιαίτερα της νεότερης, είναι εκείνο της σχέσης της νόησης με το Είναι… Οι φιλόσοφοι χωρίστηκαν σε δύο μεγάλα στρατόπεδα, ανάλογα με τον τρόπο που απαντούσαν σ’ αυτό το ζήτημα. Εκείνοι που βεβαίωναν ότι το πνεύμα υπήρχε πριν από τη φύση, που παραδέχονταν έτσι σε τελευταία ανάλυση τη δημιουργία του κόσμου με μια οποιαδήποτε μορφή αποτέλεσαν το στρατόπεδο του ιδεαλισμού. Οι άλλοι, που θεωρούσαν τη φύση σαν πρωταρχικό, ανήκουν στις διάφορες σχολές του υλισμού». Οι φιλόσοφοι χωρίζονται σε υλιστές και ιδεαλιστές ανάλογα με το τι θεωρούν πρωταρχικό, δηλαδή ως πρωτεύον χρονικά, την ύλη ή την ιδέα. Η απάντηση στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, περνά μέσα από το ερώτημα: η ύλη γέννησε τη συνείδηση ή το αντίθετο;

Δύο Βασικά Φιλοσοφικά Ρεύματα

Οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι θεωρούν ότι η συνείδηση (το πνεύμα, η νόηση) προϋπήρξε χρονικά της ύλης. Η απάντηση δηλαδή του ιδεαλισμού στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας είναι ότι ο υλικός κόσμος παράγεται και εξαρτάται από το πνεύμα, το μη-υλικό, το ιδεατό το οποίο και θεωρείται ως το καθοριστικό. Γέννημα του ιδεαλισμού υπήρξαν οι διάφορες θρησκείες που εμφανίστηκαν διαχρονικά στην βάση της θεώρησης ότι η ύλη δημιουργήθηκε από μια αντικειμενική συνείδηση η οποία υπάρχει πέραν από τον άνθρωπο (αντικειμενικό ιδεαλισμός). Ο ιδεαλισμός, εμφανίστηκε πριν από 2,5 χιλιάδες χρόνια και πλέον με τον Πλάτωνα ως τον κύριο εκπρόσωπο του στην αρχαιότητα και τον Χέγκελ στα νεότερα χρόνια.

Σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό, οι υλιστές φιλόσοφοι θεωρούν ότι η ύλη είναι το πρωτεύον χρονικά και η συνείδηση το δευτερεύον (παράγωγο της ύλης). Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η ύλη υπάρχει ανεξάρτητα από την συνείδηση, είναι άφθαρτη, αιώνια και δεν είναι δημιούργημα κανενός. Πρέπει να υποδειχτεί σε αυτό το σημείο ότι δεν πρέπει ο υλισμός να συγχέεται και να ερμηνεύεται ως λατρεία στα υλικά αγαθά, κάτι που αποτέλεσε ισχυρό όπλο συκοφάντησης του υλισμού από τους πολέμιους του, ενώ σε αντίθεση αφήνεται να νοηθεί ότι ο ιδεαλισμός είναι απλά η πίστη σε υψηλά ιδανικά.

Η Ένωση του Υλισμού με τη Διαλεκτική

Ο Μαρξ και ο Ενγκελς μελέτησαν κριτικά τη φιλοσοφία από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες τους, και στάθηκαν ιδιαίτερα στη γερμανική κλασική φιλοσοφία (Καντ – Χέγκελ – Φόυερμπαχ). Αφομοίωσαν δημιουργικά και αξιοποίησαν ό,τι θετικό στοιχείο υπήρχε στους υλιστές, μα και στους ιδεαλιστές. Από τον Φόυερμπαχ π.χ. αξιοποίησαν τον υλισμό, απορρίπτοντας τον ιδεαλισμό και ανθρωπομορφισμό του. Στο φιλοσοφικό σύστημα του Χέγκελ ανακάλυψαν τη βασική εσωτερική του αντίθεση ανάμεσα στο σύστημα (ιδεαλιστικό) και τη μέθοδο (διαλεκτική). Απέρριψαν το σύστημα (τον ιδεαλισμό) και μετέπλασαν τη διαλεκτική του μέθοδο, παίρνοντας το λογικό πυρήνα της, την ιδέα της ανάπτυξης με πηγή την πάλη των αντιθέτων. Ενωσαν όμως οργανικά τον υλισμό με τη διαλεκτική και έτσι γεννήθηκε μια καινούρια ποιότητα, μια ανώτερη, ριζικά διαφορετική μορφή φιλοσοφικής σκέψης και ερμηνείας του κόσμου. Με αυτόν τον οργανικό συνδυασμό ο υλισμός γίνεται διαλεκτικός και η διαλεκτική υλιστική,και γεννιέται η τρίτη ιστορική μορφή του υλισμού, ο μαρξιστικός Διαλεκτικός Υλισμός.Η γένεσή του αποτέλεσε μεγάλη νίκη της επιστημονικής σκέψης και ολοκληρωτική ήττα του ιδεαλισμού και της μεταφυσικής.

“Βαθαίνοντας και αναπτύσσοντας τον φιλοσοφικό υλισμό – έγραφε ο Λένιν – ο Μαρξ τον ολοκλήρωσε, επέκτεινε τη γνώση του για τη φύση στη γνώση της ανθρώπινης κοινωνίας”. Μ’ αυτή την επέκταση και ολοκλήρωση του υλισμού γεννήθηκε η υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο Ιστορικός Υλισμός.“Ο ιστορικός υλισμός του Μαρξ – υπογράμμιζε ο Λένιν – στάθηκε η πιο μεγάλη κατάκτηση της επιστημονικής σκέψης”. Αυτό σημαίνει ότι στην κοινωνική φιλοσοφία ο μαρξισμός έφερε τη ριζικότερη στροφή, ανατροπή και την αποφασιστικότερη νίκη του υλισμού και της διαλεκτικής.

Η συνεισφορά της θεωρίας του Μαρξ και τα μεθοδολογικά εργαλεία που μας δίνει ο ιστορικός υλισμός έρχονται να συνδεθούν με την κίνηση της ίδιας της ιστορίας, την οποία και πλέον μπορούμε να εξηγήσουμε, π.χ. πως εξηγείται το πέρασμα από την φεουδαρχία (πολιτικό και οικονομικό σύστημα που βασιζόταν στην ύπαρξη αριστοκρατών και αριστοκρατικών προνομίων, μαζί με τις καταπιεζόμενες κοινωνικές τάξεις και τον συντεχνιακό τρόπο παραγωγής) στον καπιταλισμό (πολιτικό και οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην ελεύθερη αγορά με άρχουσα τάξη αυτήν την φορά την αστική). Η αναδυόμενη αστική τάξη στην φεουδαρχία ήταν μια από τις καταπιεζόμενες τάξεις από τους φεουδάρχες και όταν πλέον η σύγκρουση των παραγωγικών δυνάμεων με τις παραγωγικές σχέσεις υπεροξύνθηκε, τότε η αστική τάξη ηγεμονεύοντας τα υπόλοιπα φτωχά-λαϊκά στρώματα, ηγήθηκε της αστικής επανάστασης (πχ Γαλλική), εγκαθίδρυσε το καπιταλιστικό σύστημα και αποτέλεσε αυτή πλέον την άρχουσα τάξη. Η αστική τάξη είναι αυτή που καταπιέζει αυτή την φορά τη εργατική τάξη μέχρι και σήμερα.

Η ουσία της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας εκφράζεται περίτρανα από τις παρακάτω δυο διατυπώσεις του Μαρξ.

Πρώτη: “δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το Είναι τους, μα αντίθετα, το κοινωνικό Είναι τους καθορίζει τη συνείδησή τους”.

Δεύτερη: “οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν.

Ο Μαρξ έλεγε ότι η «ιστορία όλων των ως τα τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων». H ουσία της συνεισφοράς του δεν έγκειται στο ότι ανακάλυψε την ύπαρξη των τάξεων στην καπιταλιστική κοινωνία ούτε την πάλη ανάμεσα τους, αλλά στο ότι είναι αυτή η πάλη των τάξεων που αποτελεί τον «κινητήριο μοχλό» της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας και σε συνδυασμό με την σύγκρουση των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων (από την μια οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν συνεχώς την τάση να εξελίσονται και από την άλλη οι παραγωγικές σχέσεις φρενάρουν αυτή την εξέλιξη) δημιουργεί την δυνατότητα για πέρασμα σε ένα ανώτερο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα.

Υλική δύναμη της θεωρίας του Μαρξ είναι οι ίδιοι αγώνες της εργατικής τάξης από την εποχή του μέχρι και σήμερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Παρισινή Κομμούνα. Ήταν η πρώτη απόπειρα της εργατικής τάξης να κατακτήσει την εξουσία η οποία ηττήθηκε για λόγους που είχε αναλύσει ο Μαρξ στο βιβλίο του ΄΄Ο εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία΄΄ αλλά και ο Ένγκελς στον γερμανικό πρόλογο για το Κομμουνιστικό Μανιφέστο που βγήκε το 1872 και που τελειοποίησε ο Λένιν στο Κράτος και Επανάσταση. Παρά την ήττα της η Παρισινή Κομμούνα απέδειξε ότι η εργατική τάξη δεν μπορούσε απλά να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς. Τέτοιες ιστορικές εμπειρίες μας βοηθούν ώστε να αντιμετωπίζουμε την εξέλιξη του μαρξισμού μέσα από την εξέλιξη της ίδιας της ιστορίας, τον εμπλουτισμό του με νέα στοιχεία, τα οποία απορρέουν από την ίδια την πείρα του εργατικού κινήματος, τα λάθη του και τις νέες προσπάθειες που γεννιούνται διαρκώς μέχρι σήμερα. Ιστορική στιγμή για την θεωρία του Μαρξ ήταν η Οκτωβριανή Επανάσταση, όπου το προλεταριάτο κατέκτησε για πρώτη φορά την πολιτική εξουσία.

Στην Οκτωβριανή Επανάσταση, όπως και στην Παρισινή Κομμούνα, δημιουργήθηκαν δομές της εργατικής τάξης και του λαού από τα κάτω, τα σοβιέτ, τα οποία αποτέλεσαν τον κινητήριο μοχλό της επανάστασης και πάνω τους δομήθηκε το εργατικό κράτος. Οι λόγοι για τους οποίους απέτυχε είναι ένας συνδυασμός αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων, που όμως δεν καθιστούσε αναπόφευκτη την συγκεκριμένη εξέλιξη. Παρόλα αυτά η εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης υπήρξε καθοριστική για το εργατικό κίνημα, αποτελεί μέχρι και σήμερα μια έμπρακτη επιβεβαίωση της επαναστατικής δυναμικής της θεωρίας του Μαρξ και μια προσπάθεια για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

Η μαρξιστική φιλοσοφία – Διαλεκτικός και Ιστορικός Υλισμός – μελετάει τους γενικούς αντικειμενικούς νόμους της κίνησης, αλλαγής, εξέλιξης και ανάπτυξης της φύσης, της κοινωνίας, της γνώσης, είναι η συγκεφαλαίωση και το επιστέγασμα της μακρόχρονης ανάπτυξης ολόκληρου του φιλοσοφικού στοχασμού της ανθρωπότητας, το θεωρητικό θεμέλιο της πολιτικής οικονομίας και του επιστημονικού σοσιαλισμού, είναι η κοσμοθεωρία για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης, ο αδιάλλακτος εχθρός κάθε είδους ιδεαλισμού, κάθε μορφής της αστικής ιδεολογίας και πράξης.

Η προμαρξιστική φιλοσοφία ξεκινούσε από την αντίληψη ότι η θεωρητική, πνευματική δημιουργία και δράση είναι καθοριστική, υποτιμούσε την πρακτική δραστηριότητα των μαζών, έβαζε σαν στόχο τη διαμόρφωση ενός ενιαίου, κλειστού και αμετάβλητου συστήματος. Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές, των οποίων το έργο επηρέασε δημιουργικά το Μαρξ, διακήρυτταν διαφόρων ειδών ουτοπίες, είτε ως μικρές νησίδες ελευθερίας, είτε ως ηθικές επικλήσεις για μια κοινωνία ισότητας, δικαιοσύνης και ελευθερίας, χωρίς να αντιλαμβάνονται την πάλη των τάξεων ως κυρίαρχο παράγοντα εξέλιξης της ιστορίας. Δεν έθεταν σαν στόχο, καθήκον, την αλλαγή του κόσμου. Αυτή η θεωρητική τοποθέτηση απομάκρυνε τον άνθρωπο από τον αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον, θεωρούσε μειονεκτικό να ασχοληθεί με τέτοια, πρακτικά, προβλήματα. Για τον Μαρξ αυτό όμως ήταν το σημαντικότερο. Αυτός κατανόησε τη διαλεκτική σχέση θεωρίας και πράξης και ακριβώς από εδώ πηγάζει η ουσία της μαρξιστικής επανάστασης στη φιλοσοφία. Κατάλαβε το ρόλο των ιδεών, της σωστής, επιστημονικής, επαναστατικής κοσμοθεωρίας στην απελευθέρωση του ανθρώπου, αλλά και την ανάγκη ενός φορέα, μιας επαναστατικής κοινωνικής τάξης. Γι’ αυτό, από νέος, έγραψε: “Κεφαλή της απελευθέρωσης αυτής  είναι η φιλοσοφία, η καρδιά της είναι το προλεταριάτο… Η φιλοσοφία βρίσκει στο προλεταριάτο το υλικό της όπλο, το προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία το πνευματικό του όπλο… η θεωρία γίνεται υλική δύναμη όταν κατακτήσει τις μάζες”.

Ο Χαρακτήρας και ο Κοινωνικός Ρόλος της Φιλοσοφίας

Συνεπώς ο μαρξισμός κατανοεί διαφορετικά τη σχέση φιλοσοφίας – πραγματικότητας, όπου η φιλοσοφία γίνεται το θεωρητικό όπλο του προλεταριάτου, της πιο επαναστατικής τάξης και των πραγματικά επαναστατικών κομμουνιστικών κομμάτων στην πάλη για την κατάργηση κάθε μορφής εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Αλλάζει έτσι ο χαρακτήρας και ο κοινωνικός ρόλος της φιλοσοφίας. Με την εμφάνιση του μαρξισμού οι έννοιες πράξη, δράση, πάλη, αγώνας, αλλαγή, μετασχηματισμός κλπ. γίνονται κεντρικές ιδέες. Ο μαρξισμός γεννήθηκε σαν ιδεολογία του προλεταριάτου που του έδειξε τη διέξοδο – όπως έλεγε ο Λένιν – “από την πνευματική σκλαβιά”. Με το μαρξισμό κατανοήθηκε η ιστορική αποστολή του προλεταριάτου και ο σοσιαλισμός μετατράπηκε από ουτοπία σε επιστήμη.

Ο μαρξισμός δεν είναι σύνολο αμετάβλητων αρχών και θέσεων, χωρίς να επιβεβαιώνονται στη ζωή. Δεν είναι δόγμα, είναι μέθοδος γνώσης και δράσης. Αυτό αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Απαντώντας σ’ αυτούς που κατηγορούν το μαρξισμό για δογματισμό, ο Λένιν έλεγε: “Δεν μπορεί να υπάρχει δογματισμός εκεί που υπέρτατο και μοναδικό κριτήριο της θεωρίας τίθεται η συμφωνία της με την πραγματική πορεία της κοινωνικο – οικονομικής ανάπτυξης”. Ο μαρξισμός (και η φιλοσοφία του) έχει αντιδογματικό, δημιουργικό χαρακτήρα, γιατί έχει σαν πηγή την αδιάρρηκτη σύνδεση με την επιστήμη, τη ζωή, την πράξη και διευρύνεται, εμπλουτίζεται, αναπτύσσεται συνεχώς.

Η μαρξιστική θεωρία αποτελεί την ακρογωνιαίο λίθο και την αναγκαία προϋπόθεση στον αγώνα που καταβάλλουν  οι εργαζόμενοι για την οικοδόμηση μιας ποιοτικά ανώτερης κοινωνίας, της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής.  Οι  Μάρξ  και Ένγκελς με την ανάπτυξη της θεωρίας  του διαλεκτικού υλισμού  έθεσαν τα θεμέλια για την καθοδήγηση της εργατικής τάξης. Μέσω του διαλεκτικού υλισμού έγινε εφικτό οι εργάτες κι οι εργάτριες να αντιληφθούν τον πραγματικό τους ρόλο και δύναμη στην καπιταλιστική κοινωνία.

Γ΄αυτό στο σήμερα η θεωρία, η επαναστατική μαρξιστική φιλοσοφία και η δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού, μπορούν να αποτελέσουν συλλογική υπόθεση και «όπλο» του κόσμου  της εργασίας και της νεολαίας στην προσπάθεια ανατροπής του καπιταλισμού.  Αναγκαίο όπλο για την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, την κατάργηση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής και την αντικατάστασή τους από μια κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγώγων που όλοι και όλες θα προσφέρουν και θα απολαμβάνουν σύμφωνα με τις ανάγκες τους και ανάλογα με τις ικανότητές τους.

Scroll to Top